- ἐμβρίμησις
- ἐμβρῑμ-ησις, εως, ἡ,= foreg., Aq., Sm.Ps.37(38).4, Thd.Is.30.27, Eustr.in EN119.21, Steph.in Hp.1.76D. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβρίμησις — ἐμβρίμησις, η (AM) δυσφορία, δυσανασχέτηση … Dictionary of Greek
ἐμβρίμησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβριμήσεις — ἐμβρίμησις fem nom/voc pl (attic epic) ἐμβρίμησις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρίμησιν — ἐμβρίμησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβριμήσεως — ἐμβριμήσεω̆ς , ἐμβρίμησις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)